- σκληρόκηρος
- -ον, Ααλειμμένος με σκληρό κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κηρός «κερί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληροκήροις — σκληρόκηρος overlaid with hard wax masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρόκηροι — σκληρόκηρος overlaid with hard wax masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)